Καζινο
Με τον όρο καζίνο, νοείται ένας χώρος, όπου μπορεί κανείς να παίξει τυχερά παιχνίδια ποντάροντας χρήματα. Κάποια απ’ αυτά τα παιχνίδια απαιτούν ορισμένες ικανότητες και δεξιότητες εκ μέρους των παικτών, όπως το πόκερ, ενώ άλλα, όπως για παράδειγμα η ρουλέτα, το μπλάκτζακ και τα φρουτάκια, στηρίζονται αποκλειστικά στην τύχη.
Αν θέλει κανείς να αναζητήσει την προέλευση του καζίνο, διαπιστώνει, ότι η πορεία του συνδέεται άρρηκτα με αυτή των τυχερών παιχνιδιών, τα οποία από την αρχαιότητα ακόμα αποτελούσαν σημαντικό μέρος της ψυχαγωγίας και της κοινωνικής ζωής των ανθρώπων. Ετυμολογικά η λέξη καζίνο προέρχεται από την ιταλική λέξη casa που σημαίνει σπίτι. Το καζίνο, λοιπόν, ήταν το μικρό σπίτι, το εξοχικό σπίτι, στο οποίο οι ευγενείς της Βενετίας κατέφευγαν προκειμένου να ξεκουραστούν και να διασκεδάσουν. Ένας τρόπος διασκέδασης ήταν φυσικά τα τυχερά παιχνίδια, με κυριότερα τα χαρτοπαίγνια.
Στην Ελλάδα ο όρος καζίνο χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά στα Επτάνησα για να χαρακτηρίσει τις λέσχες, στις οποίες σύχναζαν οι ευγενείς και επιδίδονταν σε τυχερά παιχνίδια. Μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα, το καζίνο ήταν συνυφασμένο με τη χλιδή και την οικονομική άνεση και απευθυνόταν ως επί το πλείστον σε οικονομικά εύρωστους. Έκτοτε, έγιναν πιο προσιτά, με αποτέλεσμα και ο απλός κόσμος να μπορεί να τα επισκεφτεί και να διασκεδάσει δοκιμάζοντας την τύχη του.
Στην Ελλάδα λειτουργούν αυτή τη στιγμή εννέα καζίνο. Αυτά είναι: το καζίνο Λουτρακίου, το καζίνο της Πάρνηθας, της Θεσσαλονίκης, του Πόρτο Καρράς, της Ρόδου, της Ξάνθης, της Σύρου, του Ρίου και της Κέρκυρας. Σύμφωνα με την ελληνική νομοθεσία, απαγορεύεται η είσοδος σε καζίνο ατόμων που δεν έχουν συμπληρώσει το 21ο της ηλικίας τους, κάτι που αποσκοπεί στο να αποφευχθεί ο εθισμός των νεαρών ατόμων από τόσο μικρή ηλικία στο τζόγο.